homem corpulento (pesadão) - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

homem corpulento (pesadão) - translation to ρωσικά

PÁGINA DE DESAMBIGUAÇÃO DE UM PROJETO DA WIKIMEDIA
Gorda; Corpulentos; Corpulento; Gordos; Gordas

homem corpulento (pesadão)      
массивный человек
corpulento         
объемный, дородный, тучный, грузный, плотный, сбитый (о телосложении)
gordo         
жирный (в различн. значении), маслянистый, полный, тучный (о человеке), толстый, тучный, плодородный, засаленный, (перен.) значительный, жир, сало, толстяк

Ορισμός

super-homem
sm
1 Homem considerado superior ao nível humano vulgar.
2 Homem de faculdades extraordinárias.
3 Criação literária referente a tais faculdades.

Βικιπαίδεια

Gordo


Gordo, Gordos, Gorda ou Gordas pode referir-se a:

  • Obesidade, condição médica do tecido adiposo